αυτομόλυνση

αυτομόλυνση
η
αυτολοίμωξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτομόλυνση — η (ιατρ.), μόλυνση του οργανισμού από εστία που υπάρχει μέσα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”